Ο άγγελος που έκρυψε μέσα του την Άνοιξη (Μια μικρή παραβολή)

Έρχεται κάποιος από μακριά. Το πρόσωπό του σκαμμένο και η φθορά στο σώμα του, εμφανής. Κοιτάζοντας τον πιο προσεκτικά παρατηρείς πως μοιάζει με άγγελο, καθώς από τα μάτια του ξεπηδούν ακόμη φλόγες, που δε θέλουν να υποταχθούν στην εξουσία της φυσικής φθοράς και της βιολογικής σήψης.
Το βλέμμα του λαχταρά και εξαπολύει σπίθες.
Ανήμπορος να σηκώσει το σώμα του, σηκώνει τη σκέψη του άλλη μια φορά πιο ορθά και πιο δυνατά, τόσο περήφανα και απίθανα που η νιότη γονατίζει από ανημποριά να υποστεί το δέος.

Ακούει μια ιστορία, από κάποιους που γράψανε για τη ζωή του.
Ξαναμετρά με ένα μειδίαμα το χρόνο και το αίμα. Όσο ακούει να μιλούν για αυτόν η σκέψη του, φτιάχνει τα πρόσωπα αντρών και γυναικών που οι μέρες τα χρόνια και ο αιώνας έφεραν και πήραν από δίπλα του.
Του αρέσει να μιλά με τους νεκρούς. Η Ιστορία τον φόρτωσε με το βάρος να υφίσταται ζωντανός, μεταφέροντας τα μηνύματα αυτών που έφυγαν.
Αν αυτοί που έφυγαν, πήραν μαζί τους την τελευταία σκέψη τους πριν τελειώσουν το χρόνο τους εδώ πάνω, αυτός προσπαθεί χρόνια να ακούσει το μυστικό αυτό. Τόσο δύσκολο είναι όμως, και έτσι το μήνυμα το πλάθει σε μία διαφορετική γλώσσα. Με ήχους και πλέγματα αρμονίας γεμάτη θάλασσα. Έτσι λυτρώνεται. Έτσι ικανοποιεί την έξαψή του να μάθει το μυστικό. Όλη του τη ζωή έσκαβε για την πηγή με το μυστικό. Αναζητούσε τη Ζωή μες το Θάνατο. Κανείς δεν τον κατάλαβε. Κανείς δεν τον ακούμπησε. Κανείς δεν κατάφερε αληθινά να τον πλησιάσει. Πληγώθηκε τόσο από την Άνοιξη, τότε που ήταν νέος που της φόρεσε ένα ωραίο λευκό φόρεμα νεράιδας και την έκρυψε βαθιά μέσα του. Πάντοτε νέα και πάντοτε μέσα του.
Έτσι η Ιστορία γράφτηκε, πέρασε, αλλάχτηκε, προδόθηκε. Και η αιώνια άνοιξη μονάχα μέσα του καθώς παρατηρούσε τους ανθρώπους κυριευμένους στο θλιβερό χειμώνα, να γυρνούν με όπλα και κραυγές. Πόναγε πιο πολύ γιατί άκουγε ακόμη τις ιαχές της μάχης που έδωσε νέος.
Ονειρεύεται συχνά. Ακόμη και όταν μιλούν για αυτόν, ονειρεύεται. Είναι το μόνο που περιέχει όλη την Αλήθεια που του χρειάζεται, και που έχει ανάγκη. Ονειρεύεται εκείνη τη στιγμή. Όπου ένα δειλινό πηγαίνει στο ποτάμι και η νεράιδα εμφανίζεται μπροστά του ολόλαμπρη. Έπειτα τη ρωτά γιατί εξαφανίστηκε ξαφνικά από τη ζωή του. Και εκείνη του απαντά πως έτσι μόνο θα τον έκανε να την αναζητήσει. Έτσι ο όμορφος άγγελος λυτρώνεται. Ανοίγει τα χέρια του και κλαίει επιτέλους στην αγκαλιά της. Τώρα πια δεν είναι μόνος. Τώρα πια ξέρει ποιος του μίλαγε τόσα χρόνια με χρησμούς. Τώρα πια δεν είναι μόνος. Έστω κι αν συνήθισε λιγάκι τόσο βαθιά στην μοναξιά.

Πέτρος Σατραζάνης

Leave a comment